Το Μακεδονικό Ζήτημα είναι εξαιρετικά περίπλοκο για να μπορέσει να περιγραφεί επαρκώς σε λίγες χιλιάδες λέξεις. Ωστόσο, το παρόν άρθρο αποτελεί μια εισαγωγική προσπάθεια στο πρόβλημα, με στραμμένο το ενδιαφέρον στην ελληνική διάσταση του Ζητήματος, ξεκινώντας την αναζήτηση σε ένα «χώρο» όπου, αρκετές φορές, έχουν αποσιωπηθεί οι δυσάρεστες πλευρές της ιστορικής πραγματικότητας. Της Κατρίν Αλαμάνου
Η Μακεδονία είναι η γεωγραφική και ιστορική περιοχή της βαλκανικής χερσονήσου στην νοτιοανατολική Ευρώπη.
Τα σύγχρονα γεωγραφικά της όρια τέθηκαν σε χαρτογραφική βάση προς το τέλος του 19ου αιώνα κατά την τελική πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Χονδρικά, τα λεγόμενα όρια της Μακεδονίας είναι βόρεια μέχρι την πόλη των Σκοπίων, ανατολικά την οροσειρά της Ροδόπης και την κοιλάδα του Νέστου, νότια την κοιλάδα των Τεμπών, και δυτικά τον ορεινό όγκο της Πίνδου. Η περιοχή μοιράζεται ανάμεσα στην Ελλάδα, την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, την Βουλγαρία, την Αλβανία και τη Σερβία. Το ελληνικό κομμάτι ή διαμέρισμα της Μακεδονίας αναφέρεται και ως «ελληνική Μακεδονία» ή «Μακεδονία του Αιγαίου», η πΓΔΜ ως «Μακεδονία του Βαρδάρη» και το βουλγαρικό κομμάτι ως «Μακεδονία του Πίριν» και ως περιοχή του Μπλαγκόεβγκραντ.
Το Μακεδονικό Ζήτημα εμφανίζεται σε γενικές γραμμές μαζί με την «άφιξη» του εθνικισμού στα Βαλκάνια.
Αν θελήσουμε να προσδιορίσουμε συγκεκριμένα τον ελληνικό εθνικισμό, παρατηρούμε ότι τα μέλη του ελληνικού έθνους θεωρούνται Έλληνες επειδή είναι «Έλληνες το γένος» ή επειδή «ελληνικό αίμα» κυλά στις φλέβες τους. Όμως για να θεωρούνται πλήρη μέλη του ελληνικού έθνους, πρέπει, επίσης, να αποδεικνύουν τη νομιμοφροσύνη τους προς το ελληνικό κράτος, με το οποίο ταυτίζεται το ελληνικό έθνος. Πρέπει να είναι «ελληνόψυχοι» ή «εθνικόφρονες».
Μία σοβαρή συνέπεια της εθνικιστικής ταύτισης του ελληνικού έθνους με το ελληνικό κράτος είναι πως όσοι δεν θεωρούνται πλήρη μέλη του ελληνικού έθνους δεν θεωρούνται πλήρως και πολίτες του ελληνικού κράτους.
Εθνοτική δομή
Από το 1767 (κατάργηση του σερβικού Πατριαρχείου του Ιπεκίου και της βουλγαρικής Αρχιεπισκοπής της Αχρίδας) το σύνολο της Μακεδονίας αφήνεται ουσιαστικά στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Το γεγονός αυτό σήμαινε ελληνική ή ελληνόφωνη παιδεία στα σχολεία, λειτουργία στα ελληνικά στις εκκλησίες και ελληνόφωνοι ιεράρχες σε όλα τα εκκλησιαστικά αξιώματα.
Είναι αλήθεια ότι η γλώσσα δεν είχε μεγάλη σημασία στη διάρκεια της προ-εθνικής περιόδου. Το πρωταρχικό στοιχείο ήταν οι θρησκευτικές πεποιθήσεις. Έτσι, και ο σλαβόφωνος αγρότης δεν θεωρούσε τον εαυτού του Σέρβο ή Βούλγαρο, επειδή μιλούσε μια σλαβογενή γλώσσα, Αντίθετα, ταύτιζε τον εαυτό του με το χωριό του.
Η κατάσταση αυτή μεταβλήθηκε ριζικά, όταν η έννοια του εθνικισμού έφτασε από τη Δύση στα Βαλκάνια και τα νεοσύστατα βαλκανικά κράτη-έθνη άρχισαν να εποφθαλμιούν τη Μακεδονία. Οι περισσότερες περιγραφές που έχουμε για την «εθνοτική» δομή του μακεδονικού πληθυσμού εκείνη την περίοδο συμφωνούν πως οι κυριότερες ομάδες που ζούσαν εκεί ήταν οι σλαβόφωνοι χριστιανοί, οι ελληνόφωνοι χριστιανοί, οι τουρκόφωνοι μουσουλμάνοι, οι αλβανόφωνοι μουσουλμάνοι, οι Βλάχοι, οι Εβραίοι και οι Ρομ.
Ωστόσο, αυτές οι περιγραφές διαφέρουν σημαντικά στο ποσοστό που δίνουν σε καθεμιά από τις παραπάνω ομάδες, στα κριτήρια που χρησιμοποιούν για να τις προσδιορίσουν καθώς και στους όρους με τους οποίους τις υποδηλώνουν.[1]
Στις αρχές του 20ου αιώνα οι περισσότεροι κάτοικοι της Μακεδονίας ήταν αγράμματοι χωρικοί που δεν είχαν καμιά καθαρά ανεπτυγμένη αίσθηση εθνικής ταυτότητας. Η εθνική ταυτότητα ήταν κάτι που τους επιβαλλόταν από τα έξω, εξαιτίας των ανταγωνιστικών εκστρατειών της Σερβίας, της Βουλγαρίας και της Ελλάδας. Κάθε έκφραση εθνικής ταυτότητας που συναντιόταν στους σλαβόφωνους χωρικούς ήταν καθαρά επιφανειακή και όφειλε την ύπαρξή της στη θρησκευτική ή στην εκπαιδευτική προπαγάνδα ή ακόμα και στην τρομοκρατία.
Το ζήτημα γινόταν πιο περίπλοκο στην περίπτωση των σλαβόφωνων πατριαρχικών, τους οποίους διεκδικούσαν και οι δύο πλευρές, οι Βούλγαροι με βάση τη γλώσσα τους και οι Έλληνες με βάση τη θρησκευτική πρόσδεσή τους. Το κομμάτι της Μακεδονίας που περιέβαλλε τα σημερινά βόρεια σύνορα της ελληνικής Μακεδονίας και για το οποίο ανταγωνίζονταν σκληρά η Ελλάδα και η Βουλγαρία, κατοικούταν κυρίως από σλαβόφωνους.[2]
Κατά τη μεσοπολεμική περίοδο οι σημαντικές εθνοτικές κατηγορίες γύρω από τις οποίες οργανωνόταν η κοινωνική και οικονομική ζωή στην ύπαιθρο της βόρειας Ελλάδας ονομάζονταν συνήθως ράτσες ή φυλές. Τα μέλη της μεγαλύτερης από αυτές τις ομάδες ήταν γνωστά ως «ντόπιοι» ή «ντόπιοι Μακεδόνες». Αυτή η ομάδα αποτελούταν κυρίως από σλαβόφωνους στα βόρεια της ελληνικής Μακεδονίας και από ελληνόφωνους στα νότια μέρη της. Επιπλέον υπήρχαν οι πρόσφυγες που ήρθαν από τη Μ. Ασία και τη Θράκη μετά το 1922, κατά τις ανταλλαγές πληθυσμών, οι Βλάχοι, οι Αρβανίτες, οι Νοτιοελλαδίτες, οι Ρομ και οι Εβραίοι.[3]
Ίλιντεν και Μακεδονικός Αγώνας
Το 1893 μερικοί νέοι που κατάγονταν από τη Μακεδονία και είχαν σπουδάσει είτε σε βουλγαρικά σχολεία της Μακεδονίας είτε στη Σόφια, ίδρυσαν στη Θεσσαλονίκη μια μυστική οργάνωση, η οποία αργότερα ονομάστηκε και καθιερώθηκε ως η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση. Στόχοι αυτής της οργάνωσης ήταν η αυτονόμηση της Μακεδονίας από την οθωμανική κυριαρχία και η προώθηση του Βουλγαρισμού στο χώρο αυτό έτσι ώστε, αν άλλαζαν αργότερα οι συνθήκες, να ήταν εφικτή η ένωση με τη Βουλγαρία.
Όμως η προσέγγιση της Βουλγαρίας με τη Σερβία το 1902 προκάλεσε την αντίδραση της Ε.Μ.Ε.Ο. Έτσι προχώρησαν σε αλλαγή του καταστατικού, πλέον μέλος της μπορούσε να γίνει «κάθε Μακεδόνας και Ανδριανουπολίτης». Σκοπός της Οργάνωσης παρέμεινε η διεκδίκηση πλήρους πολιτικής αυτονομίας και για την επίτευξή της θα προετοιμαζόταν επανάσταση.[4]
Το 1895 ιδρύεται η Βερχόβεν Κομιτέτ (αλλιώς Εξωτερική Οργάνωση ή Ανώτατο Μακεδονικό Κομιτάτο) από οργανώσεις και επιτροπές μεταναστών (μακεδονικές αδελφότητες) που στα μέλη τους συγκαταλέγονταν τα πλέον ικανά στελέχη του βουλγαρικού κράτους και μάλιστα του στρατού. Αν και αρχικά οι Βερχοβιστές επιθυμούσαν την προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία, μεσοπρόθεσμα τάχθηκαν υπέρ της αυτονομίας της Μακεδονίας.
Τον Οκτώβριο του 1902 ξεσπά εξέγερση που οργανώθηκε από τους Βερχοβιστές στην Άνω Τζουμάγια, αλλά γρήγορα καταπνίγηκε από τους Τούρκους. Μετά από αλλεπάλληλες συνεδριάσεις η Ε.Μ.Ε.Ο. πραγματοποίησε τη δική της εξέγερση το καλοκαίρι του 1903 με την παράλληλη συμμετοχή και των βερχοβιστικών ομάδων.[5]
Αποκορύφωμα της εξέγερσης στο Ίλιντεν ήταν η ίδρυση της Δημοκρατίας του Κρούσεβο, στη πόλη Κρούσεβο της κεντρικής Μακεδονίας. Όμως η Δημοκρατία του Κρούσεβο ήταν βραχύβια. Δέκα μέρες μετά την απελευθέρωση του, το Κρούσεβο έπεσε ξανά στα χέρια των Τούρκων.[6]
Η επανάσταση του Ίλιντεν πνίγηκε στο αίμα. Πατριαρχικός κλήρος και πληροφοριοδότες της ελληνικής κυβέρνησης τέθηκαν στην υπηρεσία του οθωμανικού στρατού. Πυρπολήσεις χωριών, φόνοι άμαχων γυναικόπαιδων ήταν η απάντηση του οθωμανικού κράτους. Οι επιθέσεις προς μη πατριαρχικών σλαβόφωνους αγρότες και βλάχους βοσκούς και το κάψιμο των χωριών τους από τους έλληνες κομιτατζήδες θα κρατήσει από την έξοδο του Παύλου Μελά το φθινόπωρο του 1904 μέχρι το καλοκαίρι του 1908 και την επανάσταση των Νεότουρκων.[7]
Το Ίλιντεν θα εξαναγκάσει την ελληνική κυβέρνηση να συρθεί στο λεγόμενο μακεδονικό αγώνα (1904-1908). Στέλνοντας αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και οπλίτες του ελληνικού στρατού να συγκροτήσουν στα μακεδονικά βουνά αντάρτικες ομάδες, στρατολογώντας αμφιλεγόμενα άτομα και γνωστούς ληστές, θα επιδιώξει για τέσσερα χρόνια να ανακόψει τη μαζική προσχώρηση των «σλάβων» χωρικών στις επαναστατικές οργανώσεις και στην Εξαρχία.
Μετά τους Βαλκανικούς
Οι βαλκανικοί πόλεμοι, που θα τελειώσουν με ήττα όχι μόνο των Οθωμανών αλλά και των Βούλγαρων, θα προσφέρουν στην Ελλάδα και τη Σερβία το μεγαλύτερο μέρος των μακεδονικών εδαφών. Οι ελπίδες της Βουλγαρίας για επέκταση στη Μακεδονία θα την ωθήσουν να βγει στον πρώτο παγκόσμιο.
Φτάνοντας στο σημείο όπου θα εστιάσουμε τις εκφάνσεις του ζητήματος μέσα στο πλαίσιο του ελληνικού κράτος, στο μέρος αυτό θα παρακολουθήσουμε, σε αδρές γραμμές και χωρίς να μπορέσουμε να αναφέρουμε όλες τις διαστάσεις της, την πορεία της ελληνικής πολιτικής απέναντι στους πληθυσμούς που από το 1913 ενσωματώθηκαν στην Ελλάδα. Της Κατρίν Αλαμάνου
Όταν τελείωσαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και υπογράφηκε η Συνθήκη του Βουκουρεστίου, το 1913, το νότιο μισό της Μακεδονίας πέρασε στην επικράτεια της Ελλάδας των. Αμέσως η ελληνική κυβέρνηση άρχισε να εφαρμόζει μια πολιτική εξελληνισμού, με σκοπό να αφομοιώσει τους εθνοτικά ετερογενείς κατοίκους της περιοχής και να τους ενσωματώσει στο ελληνικό κράτος του οποίου έγιναν πολίτες.
Μεταξύ του 1913 και του 1928 τα σλαβικά ονόματα εκατοντάδων χωριών και πόλεων εξελληνίστηκαν από την Επιτροπή των Τοπωνυμίων της Ελλάδος και τις Επιτροπές Μετονομασιών των Οικισμών και των Τοπωνυμίων, οι οποίες επιφορτίστηκαν από την ελληνική κυβέρνηση με την «εκβολήν όλων των ονομάτων των συνοικισμών και κοινοτήτων, τα οποία μολύνουσι και ασχημίζουσι την όψιν της ωραίας ημών πατρίδος, παρέχουσι δε και αφορμήν εις δυσμενή δια το ελληνικόν έθνος συμπεράσματα τα οποία οι αντίπαλοι λαοί μεταχειρίζονται εναντίον ημών».
Στις δεκαετίες του 1920 και του 1930 καταστράφηκαν οι σλαβικές επιγραφές στις εκκλησίες και απαγορεύτηκε η τέλεση της λειτουργίας στη σλαβική γλώσσα. Επίσης, εξελληνίστηκαν όλα τα σλαβικά ονόματα και επώνυμα προσώπων. Έτσι ο Γιόβαν Φιλίποφ έγινε Ιωάννης Φιλιππίδης και η Λένα Στόικοφ έγινε Ελένη Στοίκου.
Οι αφομοιωτικές πολιτικές που εφάρμοσε η κυβέρνηση στην ελληνική Μακεδονία είχαν σκοπό να επιβάλουν το αίσθημα της ελληνικής εθνικής ταυτότητας στους ετερόκλητους κατοίκους της περιοχής, πολλοί από τους οποίους εξακολουθούσαν να αυτοπροσδιορίζονται με όρους τοπικούς κι εθνογραφικούς.
Την περίοδο από την δικτατορία του Μεταξά ως τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ο σλαβόφωνος πληθυσμός της ελληνικής Μακεδονίας αντιμετώπισε πολύ άσχημη μεταχείριση.
Στη μελέτη του, Η Μακεδονική Διαμάχη, ο Loring Danforth παραθέτει την ιστορία του Τζων Μάρκοφ: Ο Τζων Μάρκοφ, θυμάται πως η περίοδος Μεταξά στάθηκε καθοριστική για τη ζωή του. Όταν ήταν παιδί και ζούσε σε ένα χωριό κοντά στη Φλώρινα, άκουγε τον πατέρα του: «δεν είμαστε Έλληνες». Όταν πήγε στο δημοτικό, δεν ήξερε λέξη ελληνικά. Λίγα χρόνια αργότερα μαζί με μερικούς φίλους του έμαθε κρυφά να διαβάζει και να γράφει «βουλγαρικά ή μακεδονικά όπως μπορείς να τα πεις σήμερα». Ένας συμμαθητής του άρπαξε το τετράδιο και το έδειξε στον καθηγητή. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ήρθαν χωροφύλακες, τον άρπαξαν και άρχισαν να τον δέρνουν. Τον έριξαν κάτω στα χιόνια και τον έβριζαν «βρωμοβούλγαρε». Εκείνη τη στιγμή πήρε όρκο. Είπε στον εαυτό του: «Δεν θα βγάλω λέξη. Θα τους μισώ για πάντα….».
Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και όσο προχωρούσε ο ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος γινόταν ολοένα και σημαντικότερη η συνεισφορά των «Σλαβομακεδόνων» στην υπόθεση των κομμουνιστών. Σύμφωνα με ελληνικές πηγές, γύρω στα τέλη του Εμφυλίου Πολέμου, το 30 % του Δημοκρατικού Στρατού, που καθοδηγούταν από τους κομμουνιστές, αποτελείτο από «Σλαβομακεδόνες» και οι περισσότεροι από αυτούς προσέβλεπαν σε κάποιο είδος «μακεδονικής αυτονομίας» μετά το τέλος του πολέμου.
Οι ίδιες πηγές επίσης εκτιμούν πως εκείνη την εποχή παραπάνω από τους μισούς «σλαβόφωνους της Ελληνικής Μακεδονίας επιδεικνύουν σλαβική συνείδηση». Βεβαίως υπήρχαν και πολυάριθμοι σλαβόφωνοι κάτοικοι της ελληνικής Μακεδονίας οι οποίοι είχαν αναπτύξει ήδη ελληνική εθνική συνείδηση ή την ανέπτυξαν εκείνη την εποχή. Η πλειονότητά τους πολέμησε με τον ελληνικό στρατό εναντίον των κομμουνιστών στον Εμφύλιο Πόλεμο. Κατ’ αυτό τον τρόπο συνδέθηκαν στενά η εθνική ταυτότητα από τη μια μεριά και ο πολιτικός προσανατολισμός από την άλλη.
Όπως συνέβη και με τη δικτατορία του Μεταξά την προηγούμενη δεκαετία, ο Εμφύλιος Πόλεμος ήταν για πολλούς ανθρώπους μια κρίσιμη περίοδος για την ανάπτυξη της «μακεδονικής εθνικής ταυτότητας» τους. Συνεπώς, κατά τη διάρκεια του 1940 οι σλαβόφωνοι κάτοικοι της βόρειας Ελλάδας, οι οποίοι μέχρι τότε συμμερίζονταν σε μεγάλο βαθμό την ίδια τοπική ή εθνοτική ταυτότητα, χωρίστηκαν σε δύο αντίθετα και εχθρικά στρατόπεδα με διαφορετικές εθνικές ταυτότητες.
Από το τέλος του Εμφυλίου (1949) ως τη στρατιωτική δικτατορία του 1967
Όταν τελείωσε ο Εμφύλιος, πολλοί από εκείνους που πολέμησαν στο πλευρό των κομμουνιστών, έφυγαν από την Ελλάδα για να εγκατασταθούν στη γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας και σε άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Την ίδια περίοδο οι σλαβόφωνοι που δεν ένιωθαν Έλληνες διώκονταν άγρια. Κατηγορούνταν από τη μια μεριά ως «κομμουνιστές» και από την άλλη ως «Σλάβοι» ή «Βούλγαροι».
Θεωρούνταν «εχθροί της πατρίδας» τόσο εξαιτίας των πολιτικών πεποιθήσεων που έτρεφαν όσο και εξαιτίας της εθνοτικής ή εθνικής ταυτότητάς τους. Και από τις δύο απόψεις δεν θεωρούνταν «πραγματικοί Έλληνες» και πλήρη μέλη του ελληνικού έθνους.
Ο διωγμός τους στην Ελλάδα πήρε δύο ιδιαίτερα ακραίες μορφές: την επιβολή όρκων νομιμοφροσύνης και την κατάσχεση των περιουσιών τους. Περί τα τέλη της δεκαετίας του 1950, οι κάτοικοι μερικών χωριών των νομών της Φλώρινας, της Καστοριάς και της Έδεσσας αναγκάστηκαν να ορκιστούν πως δεν θα μιλούσαν ποτέ ξανά το «τοπικόν σλαβικόν ιδίωμα», αλλά στο εξής θα μιλούσαν μόνον ελληνικά.
Αρκετοί νόμοι από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 και στις αρχές της επομένης επέτρεπαν να κατασχεθεί χωρίς αποζημίωση η περιουσία όσων έχασαν την ελληνική υπηκοότητα επειδή πολέμησαν μαζί με τους κομμουνιστές στον Εμφύλιο ή εγκατέλειψαν παράνομα τη χώρα. Αυτό ίσχυε ακόμη και αν τα μέλη των οικογενειών τους, που έμειναν στην Ελλάδα, εξακολουθούσαν να κατέχουν αυτές τις περιουσίες. Σύμφωνα με ορισμένους υπολογισμούς, τα δύο τρίτα των 22.000 πολιτικών προσφύγων για τους οποίους εφαρμόστηκαν οι παραπάνω νόμοι ήταν σλαβόφωνοι.
Οι ίδιοι νόμοι προέβλεπαν την απομάκρυνση από τις μεθοριακές περιοχές όσων κρίνονταν επικίνδυνοι για την κρατική ασφάλεια και την αντικατάστασή τους από «εθνικόφρονες εποίκους» που προέρχονταν από άλλες περιοχές της Ελλάδας . H κυβέρνηση συχνά εγκαθιστούσε με τα δικά της έξοδα τους «εποίκους» στα κτήματα που κατάσχονταν από τους πολιτικούς πρόσφυγες. Ο εποικισμός των μεθοριακών περιοχών της ελληνικής Μακεδονίας θεωρείτο απαραίτητος για λόγους δημογραφίας όσο και εθνικής ασφάλειας.
Η διπλή διαδικασία των κατασχέσεων και των εποικισμών συνεχίστηκε σε ολόκληρη τη δεκαετία του 1950 κι επί ένα μεγάλο μέρος της επόμενης. Τα αποτελέσματα αυτών των νόμων εξακολουθούσαν να είναι αισθητά ακόμη πολύ πρόσφατα, καθώς πολιτικοί πρόσφυγες, προσπαθούσαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα και να πάρουν πίσω τις περιουσίες που εγκατέλειψαν όταν δραπετεύσαν στο βορρά μετά τον Εμφύλιο, αλλά ματαίως.
Κατά την στρατιωτική δικτατορία πολλοί σλαβόφωνοι εξορίστηκαν ή φυλακίστηκαν. Όταν αποκαταστάθηκε η δημοκρατία, εγκαταλείφθηκαν οι πιο καταπιεστικές μορφές ενοχλήσεων και διώξεων, όμως συνεχίστηκε η γενικότερη πολιτική που αρνιόταν πως υπάρχει τη διαφορετική εθνική ή εθνοτική συνείδηση.
Διαβάστε το άρθρο από τη πηγή:
https://tvxs.gr/news/ταξίδια-στο-χρόνο/ελληνικό-μακεδονικό-ζήτημα-1ο-μέρος