Ελλάς το μεγαλείο σου, πολλοί το διαπλέκουν...
Παρά τη θρασύτητα που τους διέπει, δειλιάζουν να ισχυριστούν πως ουδέποτε
υπήρξαν πολιτικές εκδιώξεις ή βασανιστήρια, φυλακίσεις, εξορίες,
τρομοκρατία, για να επιβάλουν τις απόψεις τους οι τότε δικτάτορες!
Περισσότερα |
Αντίστοιχες ασυναρτησίες μόνο οι ιθύνοντες της χρυσής αυγής μπορούν να ισχυριστούν, πιστοί ακόλουθοι της ναζιστικής ιστορίας & εγκληματικότητας.
ΕΦΗΜΕΡΊΔΕς ΤΗς ΕΠΟΧΉς |
Σημεία των
καιρών η δυσκολία, συνάμα απουσία ιστορικής αναδρομής & διασταύρωσης των
γεγονότων ή πρόσκαιρα επιδιωκόμενος πλουραλισμός* το κάρπωμα του "εθνικισμού";
Τείνουμε μήπως νωχελικά
την αναμονή μιας πρόχειρης είδησης & την αναμάσηση & διάδοση
χωρίς την όποια επεξεργασία της;
Οι δημοτικές, πανεπιστημιακές κλπ βιβλιοθήκες δίπλα μας, το
διαδίκτυο με τις πλήθος επιστημονικών πηγών & κατευθύνσεων επίσης, και όμως
κολλημένοι σε υποδαπέδια forum ισοπεδώνουμε επίπεδα... ορόφων!
Πλήρης η εκμετάλλευση του Εθνικού μας μεγαλείου, με σκοπό να εκτονώσει την αγανακτισμένη μας ψυχή,
πορεύοντάς την στο λάθος μονοπάτι & το πουθενά!
Πατακός: στο1'55"... "καλά του κάναμε!"
ΕΦΗΜΕΡΊΔΕς ΤΗς ΕΠΟΧΉς
* [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλουραλισμός ο [pluralizmós] Ο17 : 1. φιλοσοφική θεωρία ή αντίληψη, που
υποστηρίζει ότι η πραγματικότητα συγκροτείται από πολλαπλές, αυτοτελείς και
ανεξάρτητες μεταξύ τους αρχές χωρίς να υπάρχει στη βάση τους μια κοινή
θεμελιώδης αρχή: Εκπρόσωπος
/ οπαδός του φιλοσοφικού πλουραλισμού.2. η πολλαπλότητα των ομάδων, οργανώσεων,
θεσμών, απόψεων, ιδεών, αξιών, κοσμοθεωριών κτλ., που υφίστανται, που
συνυπάρχουν ισότιμα στα πλαίσια μιας κοινωνίας ή ενός κράτους και
ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την απόκτηση επιρροής, δύναμης, εξουσίας: Kοινωνικός / καλλιτεχνικός /
πολιτικός / τηλεοπτικός / μεθοδολογικός ~. Ο ~ στα μέσα
μαζικής επικοινωνίας. Ο ~ είναι το βασικό χαρακτηριστικό
της δημοκρατίας. 3. πολιτική άποψη, θέση, που υποστηρίζει και
επιδιώκει τον πλουραλισμό2: Ριζοσπαστικός
/ δημοκρατικός ~.[λόγ. <
γαλλ. pluralisme κατά το λατ. έτυμο pluralis `αποτελούμενος από πολ λά΄ (-isme = -ισμός)]
** [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιδώς η [eδós] Ο γεν. αιδούς, αιτ. αιδώ (χωρίς πληθ.) : (λόγ.) 1α. το συναίσθημα της ντροπής που
προέρχεται ιδίως από καταπάτηση των ηθικών ή κοινωνικών κανόνων: H νεολαία συχνά κατηγορείται για
έλλειψη σεμνότητας και αιδούς. ~,
Aργείοι, (ως
επίπληξη για τους Έλληνες) ντροπή σας! β. (νομ.)Προσβολή
της αιδούς κάποιου / της δημοσίας αιδούς, για εκτέλεση άσεμνης ή ακόλαστης πράξης. 2. τα απόκρυφα μέρη του ανθρώπινου σώματος: Mε ένα απλό κομμάτι ύφασμα αντί
για ρούχο γύρω από την αιδώ.
[λόγ.
< αρχ. αἰδώς (1β: σημδ. γαλλ. pudeur)]
[Λεξικό Γεωργακά]
αιδώς [e∂ós] η, gen rare αιδούς, acc αιδώ
·
① sense of shame, bashfulness, modesty, decency (syn αιδημοσύνη,
αιδοσύνη, ντροπή, συστολή):
o
το συναίσθημα της αιδούς |
o
η αισχύνη είναι επιτεταμένη ~ (Tatakis) |
o
η ~ στην πράξη είναι έμφυτη (Katsigra) |
o
στα παιδιά πρέπει πολλήν αιδώ κι όχι χρήματα να αφίνουμε
(Vrettakos) |
o
κάτω από το νυφικό πέπλο συνηθίσαμε να βλέπουμε τη συστολή, την
αιδώ, την αγνότητα της παρθένου (Palaiologos) |
o
δημοσιεύματα άσεμνα ... προσβάλλουν ... τη δημόσια αιδώ
(Christidis EΣ) |
·
Ίψεν ένοιωθε βαθύτατα ... την αιδώ των συναισθημάτων (Thrylos) |
o
poem χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ | μεγάλα κ' υψηλά
τριγύρω μου έκτισαν τείχη (Kavafis) |
o
κ' οι Aθηναίοι χωρίς διάκρισιν κ' αιδώ, | με δάφνες τους
εδέχθησαν και άνθη (Malakasis)
·
② genitals, pudendum (syn αιδοίο)
·
[fr AG αἰδώς]
*** [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχρείος
-α -ο [axríos] Ε4 : εξαιρετικά βαρύς χαρακτηρισμός για
άνθρωπο του οποίου η συμπεριφορά είναι αισχρή, ανήθικη, ανέντιμη: ~ χαρακτήρας. Aχρείο υποκείμενο. ~ συκοφάντης. || Aχρεία
διαγωγή / πράξη / χειρονομία. ~ υπαινιγμός. Aχρεία ψέματα. || (ως ουσ.) ο αχρείος: Xάσου από μπροστά μου,
αχρείε! || για
ήπιο ψόγο: Δες τι
ζημιά μου έκανε ο ~!
[λόγ.
< αρχ. ἀχρεῖος `άχρηστος, κατώτερος΄]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου